συμμείγνυμι

συμμείγνυμι
συμμείγνυμι (frequently written συμμίγνυμι) 1 aor. συνέμιξα LXX. Pass.: fut. 3 pl. συμμιγήσονται Da 11:6 Theod.; 2 aor. ptc. συμμιγείς (since Hom. [συμμίσγω]; ins, pap., LXX) ‘mix together’ pass. to be united sexually, join with (Hdt. 4, 114; Pla., Symp. 207b, Laws 930d) ApcPt 9:24.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… …   Dictionary of Greek

  • συμμειγνύω — ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α βλ. συμμιγνύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”